Κάνει πολύ φασαρία και λέει πολλές ανοησίες γι ' αυτόν. Παρόλο που ο χρόνος ποτέ δεν είναι περισσότερος απ' όσο χωράει στο διάστημα μεταξύ ανατολής και δύσης του ήλιου, για τον Παπαλάνγκι ποτέ δεν είναι αρκετός.
Ο Παπαλάνγκι είναι μόνιμα δυσαρεστημένος μέ το χρόνο του και κατηγορεί το μεγάλο Πνεύμα που δεν του έχει δώσει περισσότερο. Βλαστημάει μάλιστα το θεό και τη μεγάλη του σοφία, χωρίζοντας και κατα- κομματιάζοντας κάθε νέα μέρα σύμφωνα μ' ένα ορισμένο σχέδιο. Τον κατακόβει ακριβώς όπως όταν κόβουμε εμείς μ' ένα μεγάλο σουγιά σταυρωτά μιά μαλακιά καρύδα. Όλα τα κομμάτια έχουν τ' όνομά τους: δευτερόλεπτο, λεπτό, ώρα. Το δευτερόλεπτο είναι μικρότερο από το λεπτό κι αυτό μικρότερο από την ώρα' όλα μαζί κάνουν την ώρα και θα πρέπει κανείς να έχει εξήντα λεπτά και πολύ περισσότερα ακόμη δευτερόλεπτα για να έχει τόσα όσα και μια ώρα.
Αυτό είναι μια μπερδεμένη υπόθεση, που ποτέ δεν καλοκατάλαβα, γιατί μ' αηδιάζει να ξοδεύω περισσότερες σκέψεις απ' όσες είναι απαραίτητες για τέτοια αηδιαστικα πράγματα. Ο Παπαλάνγκι όμως τάχει κάνει επιστήμη. Οι άντρες, οι γυναίκες και ακόμη και τα παιδιά, που μόλις μπορούν και στέκονται όρθια, φοράν στο πανί τους, δεμένη με χοντρή μετάλλινη αλυσίδα και κρεμασμένη στο λαιμό ή δεμένη με ένα λουρί στον καρπό του χεριού, μια μικρή, επίπεδη στρογγυλή μηχανή, απ' όπου μπορούν να διαβάζουν το χρόνο.
Αυτό το διάβασμα δεν είναι εύκολο. Κάνουν εξάσκηση με τα παιδιά, κρατώντας τη μηχανή στ' αυτί τους, ώστε να τους γεννηθεί η επιθυμία να μάθουν να διαβάζουν το χρόνο. Μιά τέτοια μηχανή, που μπορεί κανείς εύκολα να τη σηκώσει πάνω σε δύο δάχτυλα, είναι μέσα στην κοιλιά της όμοια με τις μηχανές στην κοιλιά των μεγάλων πλοίων, που όλοι σας γνωρίζετε. Υπάρχουν όμως και μεγάλες και βαριές χρονομηχανές. Αυτές βρίσκονται στο εσωτερικό της καλύβας ή κρέμονται στην πιό ψηλή κορφή του σπιτιού για να φαίνονται από πολύ μακριά. Όταν έχει περάσει ένα μέρος του χρόνου, αυτό το δείχνουν κάτι μικρά δάχτυλα στην εξωτερική πλευρά της μηχανής, ενώ ταυτόχρονα αυτή κράζει ένα πνεύμα και χτυπάει πάνω στο σίδερο μέσα στην καρδιά της. Ένα τρομερό βουητό και σαματάς ακούγεται σε μια ευρωπαϊκή πόλη όταν ένα μέρος του χρόνου έχει περάσει.
Όταν ο Παπαλάνγκι ακούει αυτόν το χρονοθόρυβο, παραπονιέται:
«Κρίμα, που πέρασε πάλι μια ώρα» .
Συνήθως παίρνει και θλιμμένο ύφος σαν κά ποιον άνθρωπο που κουβαλάει μέσα του μεγάλη δυστυχία παρ' όλο που την ίδια στιγμή αρχίζει μιά εντελώς φρέσκια ώρα.
Αυτό ποτέ δεν το κατάλαβα, σκέφτομαι μόνο ότι θα είναι μια βαριά αρρώστια.
«Ο χρόνος μ' αποφεύγει!»
«Ο χρόνος τρέχει σαν το άλογο!»
«Δώσε μου λίγο χρόνο»
Έτσι παραπονιέται ο λευκός άνθρωπος.
Εγώ λέω ότι αυτό θα είναι ένα είδος αρρώστιας, γιατί όταν ο λευκός έχει διάθεση να κάνει κάτι, όταν η καρδιά του λαχταράει ας πούμε να βγει στον ήλιο ή να κάνει βόλτα με το κανό στο ποτάμι ή να κάνει έρωτα με το κορίτσι του, τότε συνήθως καταστρέφει το κέφι του, επιμένοντας να σκέφτεται:
Εμένα δεν μούλαχε χρόνος γιά να 'μαι χαρούμενος.
Ο χρόνος υπάρχει, αυτός όμως δεν τον βλέπει, όση καλή διάθεση κι αν έχει. Αναφέρει χιλιάδες πράγματα, που του παίρνουν το χρόνο, κάθεται γκρινιάζοντας και παραπονούμενος πάνω σε μιά δουλειά, γιά την οποία δεν έχει όρεξη, η οποία δεν τον ευχαριστεί, τήν οποία κανένας δεν τον αναγκάζει να την κάνει εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό.
Αν όμως ξαφνικά αντιληφθεί ότι έχει χρόνο, ότι κι όμως ο χρόνος υπάρχει, ή αν του δώσει κάποιος άλλος χρόνο - οι Παπαλάνγκι δίνουν συχνα ο ένας στον άλλο χρόνο, τίποτα μάλιστα δεν εκτιμάται περισσότερο από αυτήν την πράξη - τότε του λείπει πάλι η διάθεση ή είναι κουρασμένος απο τη δουλειά και χωρίς κέφι. Και πάντα αναβάλλει γιά αύριο αυτό γιά το οποίο σήμερα δεν έχει χρόνο.
Υπάρχουν Παπαλάνγκι που ισχυρίζονται ότι ποτέ δεν έχουν χρόνο. Τριγυρνάν ζαβλακωμένοι εδώ κι εκεί σαν να τους έχει καβαλήσει ο Αιτού και όπου και να πάνε κάνουν σαν να τους βρήκε καταστροφή και όλεθρος, επειδή έχασαν το χρόνο τους. Αυτή η μανία είναι μια φριχτη κατάσταση, μια αρρώστια, που κανένας γιατρός δεν μπορεί να γιατρέψει, που μεταδίδεται σε πολλούς ανθρώπους και τούς εξαθλιώνει.
Επειδή ο κάθε Παπαλάνγκι διακατέχεται από το φόβο για το χρόνο του, ξέρει πάντα με μεγάλη ακρίβεια, και όχι μόνο κάθε άντρας, αλλά και κάθε γυναίκα και κάθε μικρό παιδί, πόσες ανατολές της σελήνης και του ήλιου έχουν περάσει από τότε που πρωταντίκρυσε το μεγάλο φώς. Αυτό μάλιστα παίζει ένα τόσο μεγάλο ρόλο, ώστε να γιορτάζεται με λουλούδια και με μεγάλα φαγοπότια κάθε φορά που έχει περάσει ένα ορισμένο, ίσο με τ' άλλα, χρονικό διάστημα.
Πόσο συχνά ένιωσα ότι ντρέπονταν γιά μένα, επειδή όταν με ρωτούσαν πόσων χρονών είμαι, εγώ γελούσα και δεν ήξερα ν' απαντήσω.
«Μά πρέπει να ξέρεις πόσων χρονών είσαι.»
Εγώ σώπαινα και σκεφτόμουν: Ειναι καλύτερα να μην το ξέρω.
Πόσων χρονών, σημαίνει πόσα φεγγάρια έχει ζήσει κανείς. Αυτό το μέτρημα και το ψάξιμο είναι γεμάτο κινδύνους, γιατί έτσι οι άνθρωποι μάθανε πόσα φεγγάρια διαρκεί συνήθως η ζωή τους. Ο καθένας λοιπόν προσέχει τώρα πάρα πολύ, κι όταν έχουν περάσει πολλά φεγγάρια, λέει:
«Τώρα πρέπει όπου να 'ναι να πεθάνω».
Έτσι δεν νιώθει πια καμιά χαρά και πεθαίνει πραγματικά σύντομα.
Στην Ευρώπη λίγοι μόνο άνθρωποι υπάρχουν που πραγματικά έχουν χρόνο. Ίσως και κανένας.
Γι ' αυτό και οι περισσότεροι περνάν τροχάδην τη ζωή τους σαν μια πεταγμένη πέτρα.
Όλοι σχεδόν, όταν περπατουν κοιτάζουν στο χώμα και τινάζουν τα χέρια τους προς τα εμπρός γιά να προχωρήσουν όσο γίνεται γρηγορότερα. Αν τους σταματήσει κανείς, λένε δυσαρεστημένοι:
«Τι θέλεις και μ' ενοχλείς; δεν έχω χρόνο, κοίτα πως θα εκμεταλλευτείς κι εσύ τον δικό σου».
Συμπεριφέρνονται στ' αλήθεια, σαν να νομίζουν ότι ένας άνθρωπος που βαδίζει γρήγορα είναι πιό αξιόλογος και πιο γενναίος από αυτόν που βαδιζει αργά.
Έχω δεί έναν άντρα που το κεφάλι του κόντευε να σπάσει, που στριφογύριζε τα μάτια του κι άνοιγε το στόμα του σαν ψάρι που πεθαίνει, που είχε γίνει κοκκινοπράσινος και χτυπιόταν με χέρια και με πόδια, μόνο και μόνο επειδή ο υπηρέτης του ήρθε μιάν ανάσα αργότερα απ' ότι είχε υποσχεθεί. Η ανάσα ήταν γι 'αυτόν μεγάλη απώλεια, που δεν σήκωνε συγγνώμη. Ο υπηρέτης εξαναγκάστηκε να φύγει απο τήν καλύβα του, ο Παπαλάνγκι τον έδιωχνε, φωνάζοντας:
« Αρκετό χρόνο μού 'χεις κλέψει. Ένας άνθρωπος που δεν σέβεται το χρόνο, δεν αξίζει τίποτα».
Μόνο μιά και μοναδική φορά συνάντησα κάποιον άνθρωπο που είχε πολύ χρόνο, που δεν παραπονιότανε ποτέ ότι του λειπει. Αυτός όμως ήταν φτωχος, βρώμικος και περιφρονημένος. Οι άνθρωποι απόφευγαν να περάσουν από δίπλα του και κανένας δεν τον πρόσεχε. Εγώ δεν καταλάβαινα αυτή τη συμπεριφορά, γιατί το βάδισμά του ήταν χωρίς βιασύνη και τα μάτια του είχαν ένα ήρεμο, φιλικό χαμόγελο. Όταν τον ρώτησα, το πρόσωπο του συσπάστηκε και είπε θλιμμένα:
«Ποτέ δεν ήξερα να εκμεταλλευτώ το χρόνο μου, γι' αυτό και είμαι ένας φτωχός, περιφρονημένος φουκαράς».
Ο άνθρωπος αυτός είχε χρόνο, κι αυτός όμως δεν ήταν ευτυχισμένος.
Ο Παπαλάνγκι ξοδεύει όλη του τη δύναμη και στρέφει όλες του τις σκέψεις στο πως θά μπορέσει να κάνει το χρόνο όσο το δυνατό πιό ταχύ. Χρησιμοποιεί το νερό και τη φωτιά, τη θύελλα και τις αστραπές του ουρανού για να σταματήσει το χρόνο. Βάζει σιδερένιους τροχούς κάτω από τα πόδια του και δίνει στα λόγια του φτερά γιά να 'χει περισσότερο χρονο.
Και πρός τι όλος αυτός ο κόπος; Τι κάνει ο Παπαλάνγκι με το χρόνο του;
Ποτέ δεν μπόρεσα να τ' ανακαλύψω, παρ' όλο που αυτός λέει πάντα πολλά λόγια και κάνει μεγάλες χειρονομιες σαν να τον έχει καλέσει το μεγάλο Πνευμα σέ Φόνο.
Πιστεύω ότι ο χρόνος ξεγλιστρά από τα χέρια του σαν το φίδι στην υγρή παλάμη, ακριβώς επειδή τον κρατά πολύ σφιχτά, δεν τον αφήνει να συνέλθει. Τον κυνηγά πάντα με απλωμένα χέρια, δεν τον αφήνει να ησυχάσει, να ξαπλωθεί στον ήλιο. Θέλει ο χρόνος να 'ναι πάντα κοντά του, τον θέλει να τραγουδά και να μιλά. Ο χρόνος όμως είναι σιωπηλός και ειρηνικός και αγαπά την ησυχία και το άραγμα στο στρώμα. Ο Παπαλάνγκι δεν έχει καταλάβει τι είναι ο χρόνος, δεν τον έχει αντιληφθεί σωστά και γι ' αυτό τον κακοποιεί με τις ωμές του συνήθειες...